ΔΠΗ
νάκα, η [‘naka]: πρόχειρη κούνια μωρού φτιαγμένη από ένα πανί και δυο ραβδιά. [αρχ. νάκ(η) -α].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: