ΔΠΗ
μπρίσκαλο, το [‘briskalo]: το άγουρο σύκο: ‘Αυτό είναι τελείως μπρίσκαλο’.
Και: https://ilialang.gr/πρίσκαλο/
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: