μπρισίμι, το [bri’simi]

μπρισίμι, το [‘brisimi]: μεταξωτή κλωστή. [τουρκ. ibrişim ‘μπρισίμι’ -ι].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από