μπουχός, ο [bu’xos]

μπουχός, ο [bu’xos]: α. μεγάλη ποσότητα από: 1. σκόνη που αιωρείται· κουρνιαχτός. 2. υδρατμούς. β. φεύγω τρέχοντας: ‘Έγινε μπουχός’ [σλαβ. puh -ός κατά το κουρνιαχτός (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )].

Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html


Δημοσιεύτηκε

σε

από