μπουρούκι, το [bu’ruki]

μπουρούκι, το [bu’ruki]: χαλασμένο σιδεροκούτι: ‘Είναι μπουρούκι, τι το θες;’ (είναι χαλασμένο, τι να το κάνεις;).


Δημοσιεύτηκε

σε

από