μπουρμπούτσαλα, τα [bu’rbutsala]

μπουρμπούτσαλα, τα [bu’rbutsala]: τα ανάξια λόγου, τα χωρίς ουσία λόγια και έργα: ‘Ούλο μπουρμπούτσαλα μας λέει ο δήμαρχος’. [ίσως βεν. barbuzzal ‘μικρή μάσκα στο μέτωπο ηθοποιού’ ].

Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html


Δημοσιεύτηκε

σε

από