μπουμπούνας, ο [mbu’mbunas]

μπουμπούνας, ο [mbu’mbunas]: α. ο βαθύς ήχος. β. ο ανόητος, ο άμυαλος. [ίσως, μπουμπουν(ίζω) -ας (αναδρ. σχημ.)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από