ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
μποτίλια, η [bo’tiʎa]
μποτίλια, η [bo’tiʎa]: γυάλινη μπουκάλα. [ιταλ. bottiglia].
http:ilialang.gr/wp-content/uploads/Μποτίλια-η.mp3
Δημοσιεύτηκε
15 Νοεμβρίου, 2018
σε
Μ
από
admin
Ετικέτες:
ΘΗΛΥΚΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΙΤΑΛΙΚΗ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ