ζύγι, το [‘ziγi]

ζύγι, το [‘ziγi]: το νήμα. [μσν. ζύγι < ζύγιν < ζύγιον < ζυγ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από