μπιρισμένος, -η, -ο [mbiri’zmenos]: ο δυστυχισμένος, ο άτυχος: ‘Είναι μπιρισμένη η καψερή’.
Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
μπιρισμένος, -η, -ο [mbiri’zmenos]: ο δυστυχισμένος, ο άτυχος: ‘Είναι μπιρισμένη η καψερή’.
Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
από
Ετικέτες: