μπαμπέσης, ο [ba’besis]

μπαμπέσης, ο [ba’besis]: ο προδότης. [αλβ. pabes(ë) -ης με ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b]· μπαμπέσ(ης) -α].


Δημοσιεύτηκε

σε

από