μπαλτάς, ο [ba’ltas]: ο πέλεκυς, το τσεκούρι. [τουρκ. balta -ς· ηχηροπ. [t > d] από επίδρ. του [l] ].
μπαλτάς, ο [ba’ltas]
από
Ετικέτες:
μπαλτάς, ο [ba’ltas]: ο πέλεκυς, το τσεκούρι. [τουρκ. balta -ς· ηχηροπ. [t > d] από επίδρ. του [l] ].
από
Ετικέτες: