ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
στρούγκος [‘stuŋgos]
στρούγκος, ο [‘struŋgos]: ο βοσκός. [βλάχ. strung(a) -ος].
Δημοσιεύτηκε
20 Μαρτίου, 2021
σε
Σ
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
,
ΑΡΣΕΝΙΚΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΒΛΑΧΙΚΗ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
,
ΠΑΡΑΓΩΓΗ