μούτρο, το [‘mutro]

μούτρο, το [‘mutro]: α. (μτφ) ο παλιάνθρωπος. β. το πρόσωπο. [παλ. ιταλ. mutria (θηλ. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.) με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε σύμφ., [r] και φων. (σύγκρ. τριακόσιοι > τρακόσιοι)· μούτρ(ο) -άκλα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από