τσαμπούρι, το [tsa’mburi]

τσαμπούρι, το [tsa’mburi]: το μικρό τσαμπί του σταφυλιού. [τσαμπ(ί) -ούρι < μσν. τσαμπί < βεν. zambin ‘μικρή γάμπα΄ (π.χ. ζώου) με αποβ. του τελικού [n] ]].


Δημοσιεύτηκε

σε

από