μουρχούτα, η [mu’rxuta]

μουρχούτα, η [mu’rxuta]: το βαθύ πιάτο. [αρχ. μουχρούτιν  ‘μεγάλη βαθιά πήλινη λεκάνη όπου τοποθετούσαν φαγητό’].


Δημοσιεύτηκε

σε

από