μουνουχισμένος [munuxi’smenos]

μουνουχισμένος, -η, -ο [munuxi’smenos]: α. ο ευνουχισμένος. β. ο άπραγος, ο απερίσκεπτος, όποιος δεν έχει κότσια.


Δημοσιεύτηκε

σε

από