μουνόπανο, το [mu’nopano]: το πανί που χρησιμοποιούσαν πριν τις σερβιέτες. [μουν(ί) -ο- παν(ί) -ό].
μουνόπανο, το [mu’nopano]
από
Ετικέτες:
μουνόπανο, το [mu’nopano]: το πανί που χρησιμοποιούσαν πριν τις σερβιέτες. [μουν(ί) -ο- παν(ί) -ό].
από
Ετικέτες: