ΔΠΗ
μουνομαγεμένος, ο [munomaγe’menos]: ο υποτακτικός μιας γυναίκας. [μουν(ί) -ο- μαγεμένος].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: