μούλος, ο [‘mulos]

μούλος, ο [‘mulos]: ο νόθος, ο μπάσταρδος: ‘Μούλε!’. [ιταλ. mulo ‘μουλάρι, μπάσταρδος΄ -ς· μούλ(ος) -α].


Δημοσιεύτηκε

σε

από