μουγγός, -ή, -ό [mu’ŋgos]: που δεν μπορεί να μιλήσει. [ελνστ. μογγός ‘βραχνός, με δυσκολία στην ομιλία΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )].
μουγγός [mu’ŋgos]
από
Ετικέτες:
μουγγός, -ή, -ό [mu’ŋgos]: που δεν μπορεί να μιλήσει. [ελνστ. μογγός ‘βραχνός, με δυσκολία στην ομιλία΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )].
από
Ετικέτες: