μονοημερνά [monoime’rna]

μονοημερνά [monoime’rna]: (επιρρ.) εντός της ημέρας: ‘Τα σταφύλια μαζεύουνται μονοημερνά’. [μον(ός) -ο- ημέρ(α) -να].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: