ΔΠΗ
μοναρχίδης, ο [mona’rxiðis]: το ζώο που έχει μόνο έναν όρχη. [μόν(ος) αρχίδ(η) -ης].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: