μολεύω [mo’levo]

μολεύω [mo’levo]: μολύνω. [αρχ. μολ(ύνω) μεταπλ. -εύω (διαφ. το αρχ. μολεύω ‘μεταφυτεύω΄)].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από