μιτάρι, το [mi’tari]: εξάρτημα αργαλειού με τη βοήθεια του οποίου ανοίγουν το στημόνι για να περάσει η σαΐτα με το υφάδι. [ελνστ. μιτάριον υποκορ. του αρχ. μίτος].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
μιτάρι, το [mi’tari]: εξάρτημα αργαλειού με τη βοήθεια του οποίου ανοίγουν το στημόνι για να περάσει η σαΐτα με το υφάδι. [ελνστ. μιτάριον υποκορ. του αρχ. μίτος].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
από
Ετικέτες: