μιλιούνι, το [mi’ʎuni]

μιλιούνι, το [mi’ʎuni]: χιλιάδες, εκατομμύρια. [ιταλ. million(e) ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα νότ. ιταλ.)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από