μεσάλα, η [me’sala]: το τραπεζομάντηλο. [λατ. mensale ‘τραπεζομάτηλο’ -α].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
μεσάλα, η [me’sala]: το τραπεζομάντηλο. [λατ. mensale ‘τραπεζομάτηλο’ -α].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
από
Ετικέτες: