μεριά, η [me’rʝa]

μεριά, η [me’rʝa]: το μέρος, ο τόπος: ‘Στη δική μου τη μεριά δεν τα κάνουμε αυτά τα πράματα’. [μσν. μερέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < μέρ(ος) -έα > -ιά].


Δημοσιεύτηκε

σε

από