μαυλάω [ma’vlao]

μαυλάω [ma’vlao]: καλώ τα κατοικίδια να έρθουν κοντά μου με διαφορετικό για το καθένα όνομα και φωνή. [ελνστ. μαυλ (ίζω) –αω ‘παρακινώ ένα ζώο με λόγια και κινήσεις να έλθει κοντά μου’].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από