μαστραπάς, ο [mastra’pas]

μαστραπάς, ο [mastra’pas]: μικρό φορητό δοχείο για τοποθέτηση υγρών, ιδίως πόσιμου νερού ή κρασιού. [μσν. μαστραπάς < τουρκ. maşrapa -ς με ανάπτ. [t] για διευκόλυνση της άρθρ.].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από