ΔΠΗ
μαστάρι, το [ma’stari]: μαστός ζώου. [μσν. μαστάρι < ελνστ. μαστάριον υποκορ. του αρχ. μαστός].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: