μανόγαλο, το [ma’noγalo]

μανόγαλο, το [ma’noγalo]: το γάλα της μάνας: ‘Του έκοψε το μανόγαλο’. [μάν(α) -ο- γάλ(α) -ο].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από