μάγγανο, το [ma’ŋgano]

μάγγανο, το [‘maŋgano]: η φιλονικία συνήθως μεταξύ της πεθεράς και της νύφης: ‘Αχ και θα΄χουμε μάγγανα!’. [μτγν. ουσ. μάγγανον. Η λ. και σήμ. (ο)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *