ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
χέρσο, το [‘çerso]
χέρσο, το [‘çerso]: ακαλλιέργητο χωράφι. [αρχ.
χέρσ(ος) -ο
].
Δημοσιεύτηκε
3 Ιουνίου, 2020
σε
Χ
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
,
ΑΡΧΑΙΑ
,
ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
,
ΠΑΡΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΠΛΑΣΗ