μαυροπουλιά, η [mavropu’ʎa]: χωράφι με μαύρο χρώμα. [μαύρ(ος) -ο- πουλιά (άγνωστη ετυμολογία].
μαυροπουλιά, η [mavropu’ʎa]
από
Ετικέτες:
μαυροπουλιά, η [mavropu’ʎa]: χωράφι με μαύρο χρώμα. [μαύρ(ος) -ο- πουλιά (άγνωστη ετυμολογία].
από
Ετικέτες: