κοκκινοπουλιά, η [kokinopu’ʎa]

κοκκινοπουλιά, η [kokinopu’ʎa]: χωράφι με κόκκινο χώμα. [κόκκιν(ος) -ο- πουλιά (άγνωστη ετυμολογία)].

Και: https://ilialang.gr/κοκκινοχώραφο-το-kokinohorafo/


Δημοσιεύτηκε

σε

από