σταροχώραφο, το [staro’xorafo]

σταροχώραφο, το [staro’xorafo]: χωράφι που παράγει χοντρό σιτάρι. [< σ(ι)τάρ(ι) -ο- χωραφ(ι) -ο].


Δημοσιεύτηκε

σε

από