κωλοκούρεμα, το [kolo’kurema]: το κούρεμα των προβάτων στο πίσω μέρος του σώματός τους. [< κωλ(ος) -ο- κούρεμα].
κωλοκούρεμα, το [kolo’kurema]
από
Ετικέτες:
κωλοκούρεμα, το [kolo’kurema]: το κούρεμα των προβάτων στο πίσω μέρος του σώματός τους. [< κωλ(ος) -ο- κούρεμα].
από
Ετικέτες: