κορφή, η [ko’rfi]

κορφή, η [ko’rfi]: το βούτυρο. [μσν. κορφή < αρχ. κορυφή με συγκ. του άτ. [i] ανάμεσα σε δύο σύμφ.].


Δημοσιεύτηκε

σε

από