ΔΠΗ
κορφή, η [ko’rfi]: το βούτυρο. [μσν. κορφή < αρχ. κορυφή με συγκ. του άτ. [i] ανάμεσα σε δύο σύμφ.].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: