ΔΠΗ
κόφτης, ο [‘koftis]: το ξύλινο μαχαίρι. [κοπ- (κόβω) -της με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: