λουρώνω [lu’rono]

λουρώνω [lu’rono]: μαλακώνω, γίνομαι ευλύγιστος. [λούρ(α) -ώνω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες:

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *