κάπα, η [‘kapa]: αδιάβροχο, χοντρό πανωφόρι από μαλλία ζώου (συνήθως κατσίκας ή προβάτου) το οποίο φορούσε ο βοσκός. [< ιταλ. cappa].
κάπα, η [‘kapa]: αδιάβροχο, χοντρό πανωφόρι από μαλλία ζώου (συνήθως κατσίκας ή προβάτου) το οποίο φορούσε ο βοσκός. [< ιταλ. cappa].
από
Ετικέτες: