ΔΠΗ
καλτσουνάτη, η [kaltsu’nati]: η κότα που έχει πούπουλα στα πόδια. [< ιταλ. calz(a) -ουνάτη].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: