ΔΠΗ
ψόφος, ο [‘psofos]: α. το πολύ κρύο. β. θανατηφόρος αρρώστια. [αρχ. ψόφος ‘θόρυβος΄].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: