ΔΠΗ
ψωριάρης, ο [pso’rʝaris]: (μτφ.) ο ακοινώνητος: ‘Πού πας ωρέ ψωριάρη!’. [ψώρ(α) -ιάρης].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: