ψωμώνω [pso’mono]: α. (για τον καρπό σιτηρών, οσπρίων κτλ.) ωριμάζω καλά, έτσι που να αποκτήσω καρπό με πολλή σάρκα· μεστώνω: ‘Ψώμωσαν τα σιτηρά’. || (σπάν.) συντελώ στην ωρίμανση. β. (για άνθρ.) αποκτώ αρκετή και σφιχτή σάρκα, έτσι που να φαίνεται ότι έχω σωματική δύναμη· γίνομαι εύρωστος: ‘Ψωμωμένο παλικάρι’ (γεροδεμένο). [ψωμ(ί) -ώνω].
ψωμώνω [pso’mono]
από
Ετικέτες: