ψωμολυσσάω [psomoli’sao]

ψωμολυσσάω [psomoli’sao]: αυτός που δεν έχει να φάει, ο νηστικός. [ψωμ(ί) -ο- λυσσάω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: