ψωλαρμενίζω [psolarme’nizo]

ψωλαρμενίζω [psolarme’nizo]: α. (μτφ.) σφυρίζω αδιάφορα. β. περιφέρομαι ασκόπως. [ψωλ(ή) -αρμενίζω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από