ψυχοπονιέμαι [psiħopo’ɲeme]: α. βοηθώ κάποιον αδύναμο. β. πονάω για κάποιον άλλον. [ψυχ(ή) -ο- πον(άω) -ιέμαι].
Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
ψυχοπονιέμαι [psiħopo’ɲeme]: α. βοηθώ κάποιον αδύναμο. β. πονάω για κάποιον άλλον. [ψυχ(ή) -ο- πον(άω) -ιέμαι].
Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html