ψυχοπαίδι, το [psixo’peði]

ψυχοπαίδι, το [psixo’peði]: το παιδί που υιοθετεί κάποιος ή απλώς το παίρνει για να του προσφέρει γονική προστασία: ‘Tο λυπήθηκαν το ορφανό και το πήραν για ψυχοπαίδι, να ΄χουν κι αυτοί συντροφιά στα γηρατειά τους’. [ψυχ(ή) -ο- + παιδ(ί) -ι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από